- μακροπνοίας
- μακροπνοίᾱς , μακρόπνοιαdeep breathingfem acc plμακροπνοίᾱς , μακρόπνοιαdeep breathingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.